εντεραλγικός

εντεραλγικός
-ή, -ό
1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εντεραλγία (βλ. λ.): Εντεραλγικοί πόνοι.
2. που θεραπεύει την εντεραλγία: Εντεραλγικά φάρμακα.
3. το αρσ. ως ουσ., εντεραλγικός αυτός που πάσχει από εντεραλγία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εντεραλγικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην εντεραλγία ή που τή θεραπεύει («εντεραλγικοί πόνοι», «εντεραλγικά φάρμακα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”